- παντοτινά
- (επίρρ. χρον. για δήλωση διάρκειας στο μέλλον), αλλ. πάντα, πάντοτε: Θα σ' αγαπώ παντοτινά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
παντοτινά — επίρρ. βλ. παντοτινός … Dictionary of Greek
αείβιος — α, ο, και ος, ο εκείνος που ζει παντοτινά, αθάνατος, αιώνιος … Dictionary of Greek
αειμακάριστος — η, ο και ος, ο (AM ἀειμακάριστος, ον) ο άξιος να τόν μακαρίζει κανείς παντοτινά, δηλ. να τόν θεωρεί μακάριο, ευτυχή το επίθ. αυτό αποδίδεται ειδικά από τους υμνογράφους στη Θεοτόκο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + μακαριστὸς < μακαρίζω] … Dictionary of Greek
αιώνας — ο (Α αἰών, ο και η) 1. μεγάλο, απεριόριστο χρονικό διάστημα, στο παρελθόν ή στο μέλλον, μακριά σειρά ετών, χρόνια και χρόνια (στα νεοελλ. και μτφ. ή και για δήλωση υπερβολής) 2. φρ. «απ αιώνος», από ακαθόριστο χρόνο στο παρελθόν, από πολύ παλιά… … Dictionary of Greek
αιώνιος — ια (και ία), ιο (Α αἰώνιος, ία, ιον και ιος, ιον) 1. αυτός που ανήκει στον αιώνα, παντοτινός, ακατάλυτος, αθάνατος 2. επίρρ. αἰωνίως (νεοελλ. και αιώνια) διαρκώς, συνέχεια παντοτινά νεοελλ. (για έκφραση υπερβολής ή ειρωνείας) 1. αυτός που μοιάζει … Dictionary of Greek
διαπαντός — (AM διὰ παντός) (χρον. επίρρ.) για πάντα, παντοτινά … Dictionary of Greek
λογιάζω — μέσ. λογιάζομαι και λογιέμαι (Μ λογιάζω) 1. σκέπτομαι, συλλογίζομαι, στοχάζομαι, λογαριάζω, έχω στον νου κάτι («οπού χει γνώση κι ομυαλόν ετούτα ας τά λογιάζει», Ερωτόκρ.) 2. σχεδιάζω, σκοπεύω («βασιλέας τής Βλαχίας λογιάζει να δώσει ένα τάκο τη… … Dictionary of Greek
νυν — (ΑΜ νῡν, Α και ως εγκλιτ. μόριο νυν, νυ) (χρον. επίρρ.) 1. τώρα, κατά τον παρόντα χρόνο, αυτή τη στιγμή ή αυτή την εποχή («πάλαι καὶ νῡν πανταχοῡ...μνημονευομένας», Ισοκρ.) 2. (ενάρθρως ως επίθ.) ο, η, το νυν ο παρών, ο σημερινός, ο τωρινός (α.… … Dictionary of Greek
πας — (I) πάσα, παν / πᾱς, πᾱσα, πᾱν, αιολ. τ. αρσ. παῑς, θηλ. παῑσα, αρκαδ. τ. θηλ. πάνσα, λακων. τ. θηλ. πἆἁ, ΝΜΑ (αντων.) Ι. ΚΛΙΣΗ: 1. στον εν. α) γεν. παντός, πάσης, παντός. β) δοτ. παντί, πάση, παντί γ) (αιτ.) πάντα, πᾱσαν, πᾱν, αρσ. και πᾱν 2.… … Dictionary of Greek
σεμπερβίβο — (Sempervivum). Γένος φυτών της οικογένειας των Κρασουλιδών με 15 περίπου είδη. Φυτρώνουν σε ορεινές περιοχές και είναι πόες πολυετείς, σαρκώδεις, χαμηλές, χωρίς μίσχο. Ο βλαστός τους, που φτάνει σε ύψος 5 εκ., σχηματίζεται από τα φύλλα που είναι… … Dictionary of Greek